ἐλάτειρα

ἐλάτειρα
ἐλάτ-ειρα [pron. full] [ᾰ], fem. of ἐλατήρ, ἵππων ἐ., of Artemis, Pi.Fr.89;
A

βοῶν ἐ. Σελήνη Nonn.D.1.331

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελάτειρα — η βλ. ελατήρ …   Dictionary of Greek

  • ἐλάτειρα — ἐλάτειραν fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελατήρ — και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, ο θηλ. ἐλάτειρα, η) μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματος νεοελλ. 1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ελατηριδών 2. πληθ. οι ελατήρες ειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”